- φαρέτρας
- φαρέτρᾱς , φαρέτραquiverfem acc plφαρέτρᾱς , φαρέτραquiverfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
ιοχέαιρα — (I) ἰοχέαιρα, ἡ (Α) 1. (επίθ. τής Αρτέμιδος) αυτή που εκτοξεύει βέλη, η τοξεύτρια («ἰοχέαιρα παρθένος», Πίνδ.) 2. ως κύρ. όν. ἡ Ἰοχέαιρα η Άρτεμις 3. αργότ. και επίθ. τής φαρέτρας) αυτή που εκχύνει τα βέλη («ἰοχέαιρα φαρέτρα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
κούκουρο(ν) — το (Μ κούκουρον και κούκκουρον) (στο Βυζάντιο) είδος φαρέτρας, σαϊτοθήκης, όπου έβαζαν τα βέλη οι τοξότες μσν. σάκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λατ. coccura] … Dictionary of Greek
φαραγγαίον — Α (κατά τον Ησύχ.) «τῆς φαρέτρας τὸ κάλυμμα». [ΕΤΥΜΟΛ. < φάραγξ, γγος + κατάλ. αῖον (πρβλ. στηθ αῖον)] … Dictionary of Greek
Παύλος — I Βασιλιάς της Ελλάδας (1947 – 1964). Τριτότοκος γιος του Κωνσταντίνου, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1901, φοίτησε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, υπηρέτησε κατόπιν στο πολεμικό ναυτικό, ακολούθησε τον πατέρα του στην εξορία το 1917 κι αρνήθηκε να δεχτεί… … Dictionary of Greek